- καραβοκάτεργο(ν)
- καραβοκάτεργο(ν), τὸ (Μ)είδος ιστιοφόρου με κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κάτεργο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… … Dictionary of Greek